Ἐτυμολογία «ΦΑΕΘΩΝ» < φαέθων μτχ.
Τοῦ φαέθω=λάμπω, φωτίζω, στίλβω.
Ὑπῆρχε ἡ φράση: «πάννυχα καὶ φαέθοντα»
= νύχτα-μέρα, νυχθημερόν. [«Φάος» ὁ
ἀσυναίρετος τύπος τῆς λέξης «φῶς» ἐξ οὗ:
φαεινός, φαεσφόρος,
φαείνω>φαίνω>φαίνομαι]
Τοῦ φαέθω=λάμπω, φωτίζω, στίλβω.
Ὑπῆρχε ἡ φράση: «πάννυχα καὶ φαέθοντα»
= νύχτα-μέρα, νυχθημερόν. [«Φάος» ὁ
ἀσυναίρετος τύπος τῆς λέξης «φῶς» ἐξ οὗ:
φαεινός, φαεσφόρος,
φαείνω>φαίνω>φαίνομαι]
ἀντίστοιχο θηλυκό: φαέθουσα (ἀπὸ τὴν
μετοχή)/ φαεθοντίς (ποιητικά)
μετοχή)/ φαεθοντίς (ποιητικά)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου